top of page

Αφιέρωμα στην ποίηση

της Σοφίας Γαβριηλίδου και της Σαββίνας Τσιτσοπούλου



Με αφορμή την παγκόσμια ημέρα ποίησης ο όμιλος φιλαναγνωσίας και η παιδαγωγική ομάδα του πολιτιστικού προγράμματος "Με τις σελίδες ταξιδεύουμε" διαβάσαμε και μελέτησαμε Έλληνες ποιητές από διάφορες περιόδους. Στη συνέχεια με την καθοδήγηση της φιλολόγου κυρίας Ἀννας Σιώπη, υπεύθυνης του προγράμματος, καταγράψαμε τις παρατηρήσεις και τα συναισθήματά μας σε μια σειρά κριτικών κειμένων. Από αυτά δημοσιεύουμε σήμερα δύο. Το ένα αφορά το ποίημα της Κικής Δημουλά, Ο πληθυντικός αριθμός, και το άλλο το ποίημα του Κ.Π.Καβάφη, Τα κεριά.






ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ

«Ο ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ»

(της Σοφίας Γαβριηλίδου, Α΄3)

Ποιητής: Κική Δημουλά

Λογοτεχνικό γένος-Κειμενικό είδος: Μοντέρνα Νεοελληνική Ποίηση

Εκδοτικός οίκος: Νεφέλη, Αθήνα

Χρονολογία Έκδοσης: 1983,3η χιλιάδα



Η Κική Δημουλά είναι εκπρόσωπος της υπαρξιακής ποίησης, που ανανέωσε τον νεοελληνικό λυρισμό κατά τη Β΄ μεταπολεμική γενιά. Στους ποιητές αυτής της περιόδου κυριαρχούντο κριτικό πνεύμα, ο σκεπτικισμός, η πεζολογία, η κυριολεξία, τα λιγότερα σχήματα λόγου και η συνειρμική αλληλουχία.

Το ποίημα ανήκει στη συλλογή του 1971,«Το Λίγο του κόσμου», στην οποία ολοκληρώνεται η διαμόρφωση των ποιητικών τρόπων της Δημουλά. Ο τίτλος του ποιήματος είναι ευρηματικός και προδιαγράφει τον τρόπο ανάπτυξης του κειμένου, επιχειρώντας να ορίσει τον γραμματικό όρο. Η ποιήτρια αξιοποιεί ένα έξυπνο τέχνασμα: την τεχνολόγηση, που χαρακτηρίζεται από επιγραμματικότητα.

Τα χαρακτηριστικά της μοντέρνας ποίησης που εντοπίζονται στον «Πληθυντικό αριθμό» είναι ο ελλειπτικός λόγος, η προσωποποίηση αφηρημένων εννοιών, οι λίγοι στίχοι, ο ελεύθερος στίχος, το γεγονός ότι ένα συνηθισμένο θέμα αντιμετωπίζεται με πρωτότυπο τρόπο, οι συμβολισμοί, η μεταφορική γλώσσα και τα απροσδόκητα ζεύγη λέξεων, η βιωματικότητα, η ανατροπή, καθώς γίνεται λόγος για υποτιθέμενη γραμματική τεχνολόγηση λέξεων, τα υπερρεαλιστικά στοιχεία.

Ο ποιητικός λόγος είναι πυκνός και υπαινικτικός, γιατί εννοεί περισσότερα από όσα εκφράζει. Επίσης, στο ποίημα απουσιάζουν οι ρηματικοί τύποι και κυριαρχεί ο ονοματικός,«αρρηματικός» λόγος. Η γλώσσα χαρακτηρίζεται από την ανάμειξη δημοτικής και καθαρεύουσας και υπάρχει αμφισημία και πολυσημία λέξεων.

Σε σχέση με τους αφηγηματικούς τρόπους και τις αφηγηματικές τεχνικές επισημαίνεται η αφήγηση με εσωτερική εστίαση. Το ποιητικό υποκείμενο δε φαίνεται πουθενά. Ωστόσο, μπορεί να εννοηθεί οποιοσδήποτε άνθρωπος έχει νιώσει τον πόνο της ερωτικής απώλειας. Η φωνή του αφηγητή ακούγεται εντελώς απρόσωπη και ανώνυμη. Επιπλέον, υπάρχει αοριστία χρόνου, χώρου και προσώπων που δίνει γενική διάσταση στο χρόνο και στο χώρο, καθολικότητα και διαχρονικότητα στο ανθρώπινο βίωμα/δράμα.

Με άξονα, λοιπόν, τον πληθυντικό αριθμό η ποιήτρια προσπαθεί να ορίσει τέσσερα ουσιαστικά, τέσσερις αφηρημένες έννοιες: τον έρωτα, τον φόβο, τη μνήμη, τη νύχτα. Στο προφανές επίπεδο η ποιητική φωνή μιλάει για τεχνολόγηση λέξεων. Σ’ ένα δεύτερο για τη σημασία αυτών των στοιχείων στη ζωή των ανθρώπων. Οι ορισμοί της βέβαια είναι υποκειμενικοί, προϋποθέτουν αντικειμενικές γλωσσικές συσχετίσεις, αλλά στοχεύουν να τις ανατρέψουν. Και στις τέσσερις στροφές ακολουθείται η τυπική σειρά των χαρακτηριστικών με τα οποία αναγνωρίζουμε γραμματικά την κλιτή λέξη, γίνεται δηλαδή απόπειρα τεχνολόγησής της.

Αρχικά, ο τίτλος προκαλεί από μόνος του έκπληξη, καθώς ένα ποίημα προσπαθεί να ορίσει μια γραμματική έννοια. Στόχος της ποιήτριας, ωστόσο, είναι η γραμματική της ψυχής. Θα προσπαθήσει να προβάλει στις λέξεις και στη χρήση τους βιώματα, συναισθήματα. Επιδιώκει να ανατρέψει τους γραμματικούς κανόνες, για να εκφράσει και την ανατροπή που έχει επέλθει στη ζωή της με την απώλεια του αγαπημένου της προσώπου. Ήδη με αυτήν την απώλεια ο πληθυντικός αριθμός ανατρέπεται σε ενικό, σε «μοναχικό» αριθμό.

Η πρώτη στροφή διαπραγματεύεται το «ευάλωτο» του έρωτα: τη διάψευση, την πίκρα του. Η απογοήτευση για τους ανυπεράσπιστους εραστές γίνεται πόνος. Ο πληθυντικός αριθμός είναι μια κραυγή διαμαρτυρίας σε έναν κόσμο που έχει ως απαράβατο κανόνα το πνίξιμο όλωντων ανυπεράσπιστων«γενών»και ειδικά του πιο τρωτού γένους απ’ όλα, του έρωτα. Το πρόβλημα που θίγεται είναι σοβαρό, καθώς σχετίζεται με τηνκρίση των ανθρώπινων σχέσεων.

Στη δεύτερη στροφή οι φόβοι αφορούν το κυρίαρχο τυραννικό αίσθημα της μεταπολεμικής υπαρξιακής λογοτεχνίας, τον φόβο απέναντι στην ταχύτητα της ζωής στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις, την αβεβαιότητα, τη μοναξιά, την ασυνεννοησία και την αλλοτρίωση.

Στην τρίτη στροφή η μνήμη είναι μόνο ενικού αριθμού όπως και τα κύρια ονόματα. Η μνήμη που συσχετίζεται με ένα πρόσωπο, το αγαπημένο πρόσωπο, καταφέρνει να ενώσει όλες τις προηγούμενες στιγμές και να τους δώσει το στίγμα του αγαπημένου προσώπου. Το ότι, όμως, είναι ενικού αριθμού δεν την κάνει πιο υποφερτή από τους φόβους. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο χαρακτηρισμός της μνήμης ως «άκλιτης», προκαλώντας μια ακόμα αμφισημία. Η μνήμη δεν έχει πτώσεις, δεν έχει διαβαθμίσεις, δεν «πέφτει». Παραμένει σε πτώση «ονομαστική» οδηγώντας πάλι στο όνομα- πρόσωπο. Ξαφνιάζει, λοιπόν, «παίζοντας» με την ομόηχη λέξη «άκλητη». Η μνήμη είναι ξαφνική και προσωποποιημένη φτάνει απρόσκλητη σαν επισκέπτης στην ποιήτρια.


Η νύχτα που κυριαρχεί στην τέταρτη στροφή στον ενικό αριθμό αποτελεί την πιο βασανιστική ώρα για το μοναχικό άτομο. Είναι η ώρα που γίνεται ο απολογισμός της μέρας και της ζωής. Μεταφορικά δηλώνει μια απαισιόδοξη συναισθηματική κατάσταση: τη σιωπή, το αδιέξοδο, τη θλίψη, τη μελαγχολία. Επίσης, η νύχτα μπορεί να θεωρηθεί ως η περασμένη ηλικία και η πονεμένη της αυτογνωσία, καθώς ο άνθρωπος δεν μπορεί πλέον να ξαναφτιάξει τη ζωή του και το μόνο που του απομένει είναι η μνήμη του έρωτα, της ευτυχίας. Στον πληθυντικό αριθμό, με τις νύχτες γενικεύεται το δραματικό βίωμα και εκφράζεται ο πόνος των μοναχικών ανθρώπων που έζησαν τον έρωτα της ζωής τους και τελικά τον έχασαν.


Τα πρώτα μου συναισθήματα, λοιπόν, όταν διάβασα το ποίημα, ήταν η περιέργεια και η έκπληξη. Ήθελα να μάθω σε τι αφορούσε ο πληθυντικός αριθμός και γιατί κάποιος θα έγραφε ποίημα γι’ αυτόν. Όταν, όμως, διάβασα το ποίημα δυσκολεύτηκα να κατανοήσω αμέσως το νόημά του. Χρειάστηκε να επαναλάβω πολλές αναγνώσεις, να το συζητήσω με τα υπόλοιπα παιδιά μέσα στην τάξη και να προβληματιστώ πάνω σ’ αυτό. Ωστόσο, με γοήτευσε έντονα, καθώς τελικά διαπίστωσα ότι και τα τέσσερα βασικά ουσιαστικά στο ποίημα, όπως και στη ζωή, αλληλοδιαπλέκονται: ο έρωτας τελειώνει, το αγαπημένο «εσύ» χάνεται και εγκαθιδρύεται ο φόβος που γιγαντώνεται με το πέρασμα του χρόνου. Όλα τα θετικά και τα αρνητικά που αποκόμισε κανείς από τον έρωτα και την απώλειά του αποθηκεύονται στην μνήμη και ανακαλούνται διαρκώς, κυρίως προκαλώντας θλίψη για το αμετάκλητο της απώλειας. Επιπλέον, τη νύχτα ανθίζει ο έρωτας, αλλά, μετά το τέλος του, τότε πολλαπλασιάζονται οι φόβοι και τότε η μνήμη λειτουργεί πιο έντονα.

Τελικά, ίσως αυτή η γλυκόπικρη αίσθηση, που ένιωσα κατανοώντας το, σχετικά με τη χαρμολύπη που χαρακτηρίζει τη ζωή, ήταν το στοιχείο που με έκανε να ενθουσιαστώ με το ποίημα και τα βαθύτερα νοήματά του!




Κ.Π.ΚΑΒΑΦΗΣ

«ΚΕΡΙΑ»

(της Σαββίνας Τσιτσοπούλου, Α’3)

Ποιητής: ΚωνσταντίνοςΠ Καβάφης

Λογοτεχνικό γένος: Ποίηση

Εκδοτικός οίκος: Κ.Π.Καβάφης, Ποιήματα, Ίκαρος

Χρονολογία έκδοσης:2003



Λίγα λόγια για τον Κωνσταντίνο Καβάφη…

Ο Καβάφης θεωρείται ως ένας από τους σημαντικότερους Νεοέλληνες ποιητές της σύγχρονης εποχής. Τα ποιήματα του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες και αποτέλεσαν την πρώτη ύλη, ώστε να επηρεαστούν εκατοντάδες μεταγενέστεροι ποιητές, τόσο στην Ελλάδα, όσο και το εξωτερικό. Μετά τα 40 του χρόνια, ο Καβάφης εμπνεύστηκε και δημιούργησε τα σημαντικότερα έργα του. Αρκετά από αυτά δημοσιευτήκαν, ωστόσο, δεκάδες ήταν και εκείνα, που παρέμειναν ημιτελή και αδημοσίευτα, καταχωνιασμένα στα συρτάρια και τα χαρτιά του. Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια στις 29 Απριλίου 1863 όπου και έζησε μέχρι τον θάνατο του στις 29 Απριλίου 1933, την ημέρα που θα συμπλήρωνε το 70οέτος της ηλικίας του, νικημένος από τον καρκίνο.

Τα Αναγνωρισμένα ποιήματα είναι 154 στο σύνολο. Τα 153 από αυτά εκδόθηκαν από τον ίδιο τον Καβάφη το 1904 και το 1910. Η πρώτη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του εκδόθηκε μετά τον θάνατο του, το 1935.Τα ποιήματα του χωρίζονται επίσης σε άλλες τρεις κατηγορίες, όπως διαμορφώθηκαν από τον ίδιο: τη Φιλοσοφική, την Ιστορική και την Ηδονική.Η Φιλοσοφική περιλαμβάνει όσα εμπεριέχουν συμβουλές προς τους ομοτέχνους του ή ποιήματα που πραγματεύονται άλλα θέματα, όπως η έννοια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας κλπ. Η Ιστορική περιλαμβάνει ποιήματα τα οποία είναι εμπνευσμένα από την ελληνιστική περίοδο, την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα και το Βυζάντιο. Η Αλεξάνδρεια κατέχει εξέχουσα θέση στα περισσότερα από αυτά. Τέλος, η Ηδονική περιλαμβάνει ποιήματα που κυρίαρχο χαρακτηριστικό έχουν την ανάμνηση και την αναπόληση.

Τα κύρια χαρακτηριστικά της ποίησης του Καβάφη είναι η ιδιότυπη γλώσσα, το μείγμα καθαρεύουσας και δημοτικής, ο λιτός λόγος, ο ιαμβικός ρυθμός και η ομοιοκαταληξία, αλλά όχι σε όλα. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι τα σημεία στίξης παίζουν επίσης καθοριστικό ρόλο. Αναλυτικότερα, ο Καβάφης λειτουργεί μέσω συμβόλων, που δίνουν ένα φευγαλέο υπαινικτικό νόημα στο λόγο του. Η συμβολιστική του τάση είναι έντονη και συνδυάζεται με λόγο λιτό, αλλά διαχρονικά επίκαιρο. Ιδιαίτερο στοιχείο της τεχνικής του είναι και η σκηνοθετική ικανότητα που αποτυπώνει στα ποιήματα του και η οποία αντιστοιχεί με αυτήν που συναντά κανείς στον πεζογραφικό και θεατρικό λόγο.


«ΚΕΡΙΑ»

Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας σα μια σειρά κεράκια αναμένα — χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια. Η περασμένες μέρες πίσω μένουν, μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη, κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά. Δεν θέλω να τα βλέπω με λυπεί η μορφή των, και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι. Εμπρός κυττάζω τ’ αναμένα μου κεριά. Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει, τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.


Στο ποίημα «Κεριά» ο Κωνσταντίνος Καβάφης επιχειρεί να εκφράσει την ανησυχία του για το γοργό πέρασμα του χρόνου με μια απλή, αλλά εξαιρετικά παραστατική παρομοίωση. Στο ποίημα κυριαρχεί το αιώνιο δίπολο, η αρχή και το τέλος της ανθρώπινης ζωής. Το παρελθόν, το μέλλον, και ανάμεσά τους ο μετέωρος άνθρωπος. Με τα «Κεριά» ο ποιητής συμπυκνώνει τον αξεπέραστο νόμο που διέπει τ’ ανθρώπινα, την κλεψύδρα του χρόνου που αναστρέφεται: γεννιέσαι, και αυτομάτως, η κλεψύδρα του Χρόνου γυρνά, κι αρχίζει ν’ αδειάζει αμετάκλητα.

Θέμα του ποιήματος είναι η έντονη θλίψη και η απογοήτευσή του ανθρώπου, όταν συνειδητοποιεί πόσα πολλά χρόνια έχουν περάσει και πόσα λίγα του έχουν απομείνει, για να συνεχίσει την πορεία της ζωής του. Θίγεται ένα ζήτημα που απασχολεί τους πάντες διαχρονικά και δηλώνονται άμεσα η στάση του ποιητή και οι αντιλήψεις του σχετικά με την ζωή. Χρησιμοποιώντας το α΄ ενικό πρόσωπο κυρίως και με καθημερινό λεξιλόγιο ο Καβάφης δίνει βιωματικό χαρακτήρα στο ποίημα και εξομολογείται τις σκέψεις του στους αναγνώστες, στο πλαίσιο ενός εσωτερικού μονολόγου ή ενός διαλόγου, χωρίς να καθορίζεται ο συνομιλητής.

Γι’ αυτόν, λοιπόν, τα ζεστά και ζωηρά κεριά συμβολίζουν τις μέρες του μέλλοντος. Ωστόσο, με την αισιόδοξη αυτή ενότητα ασχολείται μονάχα στην πρώτη στροφή του ποιήματος, καθώς εκείνο που πραγματικά τον ενδιαφέρει είναι οι μέρες που πέρασαν. Τα κεριά δηλαδή που έχουν ήδη σβήσει και ανήκουν στο μακρινό ή και κοντινό παρελθόν του και που συνεχώς αυξάνονται. Είναι αξιοσημείωτο πως ο ποιητής δίνει την πιο απογοητευτική και μελαγχολική εικόνα του παρελθόντος, αφού στρέφεται στις αναμνήσεις και στο παρελθόν του με νοσταλγία. Αντιμετωπίζει τις μέρες που πέρασαν ως στοιχείο που δηλώνει ότι η ζωή περνά με γοργούς ρυθμούς, γι’ αυτό και οι μέρες του παρελθόντος παρουσιάζονται ως μια θλιβερή γραμμή. Επιπλέον, δηλώνει πως δεν θέλει να κοιτάζει τα σβησμένα κεριά, γιατί στεναχωριέται στην σκέψη πως κάποτε αυτά φώτιζαν, όταν θυμάται δηλαδή πως κάποτε οι περασμένες αυτές ημέρες αποτελούσαν το παρόν και το μέλλον του. Έπειτα κοιτάζει εμπρός, στα αναμμένα του κεριά, τις μέρες που πρόκειται να έρθουν και αποφασίζει να επικεντρωθεί στο μέλλον του, ώστε να είναι περισσότερο ευδιάθετος. Δηλώνει πως δεν θέλει να γυρίσει πίσω το βλέμμα του, για να μη δει πόσο γρήγορα η σκοτεινή γραμμή μεγαλώνει, πόσο γρήγορα πληθαίνουν τα σβησμένα κεριά, γιατί τρομάζει και ταράζεται, όταν αντιλαμβάνεται πως τα χρόνια κυλούν τόσο άμεσα. Τέλος, απελπίζεται και τονίζει πως η ζωή δεν διαρκεί για πάντα και πως πρέπει ο καθένας να απολαμβάνει τα χρυσά και ζωηρά κεριά, όσο είναι ακόμη αναμμένα.

Η ανάγνωση του συγκεκριμένου ποιήματος με προβλημάτισε πραγματικά. Αν και ως έφηβη μαθήτρια χαίρομαι την ομορφιά της νιότης μου και δεν έχω βιώσει ακόμη τη μελαγχολία που συνοδεύει το πέρασμα των χρόνων, άρχισα να κατανοώ τα συναισθήματα των μεγαλύτερων ανθρώπων. Αυτό με έκανε να νιώσω συμπόνια και ενσυναίσθηση για τις ανησυχίες και το άγχος τους. Αισθάνθηκα τυχερή που μπορώ να ατενίσω το μέλλον μου με αισιοδοξία. Κατάλαβα ότι θα πρέπει να ενεργώ με μεράκι για καθετί στη ζωή μου και να διδάσκομαι από τα λάθη του παρελθόντος μου, καθώς απροσδόκητα γεγονότα μπορούν να προκύψουν ξαφνικά στο μέλλον μου.Ακόμη, με συγκίνησε ο τρόπος με τον οποίο περιγράφει ο ποιητής τις απόψεις του, καθώς διακατέχεται από θλίψη και νοσταλγία. Αναρωτήθηκα ποιο είναι τελικά το νόημα της ζωής, γιατί ξέρω πως κάποια στιγμή γερνώντας θα βρίσκομαι και εγώ η ίδια στην ίδια απαισιόδοξη θέση. Συνειδητοποίησα πως κάθε στιγμή είναι πολύτιμη, ευχάριστη ή δυσάρεστη, ακριβώς επειδή έχουμε τη δυνατότητα να τη ζήσουμε! Θα πρέπει να χαιρόμαστε το θαύμα της ζωής μας κάθε λεπτό! Επειδή λοιπόν η ζωή δε διαρκεί για πάντα, ίσως μάλιστα να μη διαρκέσει και πολύ, θα πρέπει να απολαμβάνουμε τα χρυσά και ζωηρά κεράκια, όσο είναι ακόμη αναμμένα. Εξάλλου, ο αδυσώπητος Χρόνος και ο Θάνατος δεν γνωρίζουν ούτε από συμπάθειες, ούτε από διακρίσεις…Είναι αμείλικτοι με όλους!



58 views0 comments
bottom of page