top of page

Είναι απαίσιο πράγμα το να πεθαίνεις.

Αφήγημα


Είναι απαίσιο πράγμα το να πεθαίνεις.

Ή το να ζεις.

Εν ολίγοις, και τα δύο χάλια είναι.

Όμως τι είναι πιο δύσκολο; Και πώς ορίζεται το τι είναι δύσκολο; Είναι υποκειμενικό; Είναι αόριστο;

Μάλλον είναι αόριστο γιατί δεν υπάρχει κάποιος οδηγός που να μας λέει, Ψιτ, αυτό είναι δύσκολο οπότε μην αγχώνεσαι, θα σου πάρει ώρα.

Και τι σημαίνει μην αγχώνεσαι;

Ευχαριστώ, φίλε μου, τώρα είμαι εκατό τοις εκατό χαλαρή.

Είναι απαίσιο πράγμα το να πεθαίνεις.

Ή το να ζεις.

Ή το να βλέπεις άλλους γύρω σου να πεθαίνουν. Γιατί καμιά φορά τον αποδέχεσαι τον θάνατο για τον εαυτό σου. Αλλά όταν θα ‘ρθει η ώρα που θα χάσεις κάτι δικό σου;

Παίζεις με το σκυλί σου τη Κυριακή το απόγευμα—και είναι ήδη χάλια που είναι Κυριακή απόγευμα γιατί αύριο είναι Δευτέρα, και όλοι ξέρουμε ότι οι Δευτέρες είναι η κηδεία της εβδομάδας—και σκέφτεσαι, «Αχ, τι ωραία που παίζω με το σκυλί μου».

Και έρχεται η Δευτέρα, φεύγουν οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια, και το σκυλί σου σε κοιτάει με αυτά τα μεγάλα μάτια που έχουν τα σκυλιά, σε παρακαλάει να το σώσεις από τον θάνατο, και κλαις γιατί δεν αντέχεις να βλέπεις αυτή την εικόνα.

Και μετά είναι ξανά Κυριακή απόγευμα, αλλά το σκυλί σου δεν είναι εδώ.

Είναι απαίσιο πράγμα το να πεθαίνεις.

Ή το να ζεις.

Αλλά το να πεθαίνεις έρχεται μόνο μία φορά.

Το να ζεις το βιώνεις κάθε μέρα.

Και πώς υπερβαίνεις τον φόβο; Πώς υπερβαίνεις τη θνητότητα;

Πώς υπερβαίνεις τον θάνατο, πώς υπερβαίνεις τη ζωή.

Θα έρθουν κι άλλες Κυριακές, κι άλλες Δευτέρες. Θα έρθουν κι άλλες μέρες που θα σε πνίγει το άγχος και θα σου λένε, «Μην αγχώνεσαι».

Το ύπουλο το άγχος, που μετά από κάποια στιγμή δεν το αισθάνεσαι καν, αλλά είναι ακόμη εκεί.

Πλέον δεν αισθάνεσαι το τρέμουλο στα χέρια σου, τον κρύο ιδρώτα, την αμήχανη σιωπή στο λεωφορείο.

Δεν αισθάνεσαι τίποτα. Δεν ξέρεις πού είσαι, τι κάνεις. Δεν ξέρεις γιατί τρέμουν τα χέρια σου, γιατί σε λούζει ο ιδρώτας, γιατί δεν μιλά κανένας στο λεωφορείο, γιατί, γιατί, γιατί.

Κάθε μέρα κι άλλο γιατί.

Η ζωή είναι δώρο.

Ή μάλλον κατάρα.

Όπως το πάρει κανείς.

Κι όταν δεν σε καταλάβει κανείς γιατί νιώθεις έτσι—γιατί δεν νιώθεις τίποτα, δηλαδή—θα σου πει, «Μην αγχώνεσαι».

«Καλά. Δεν αγχώνομαι» μπορεί να απαντήσεις ειρωνικά.

Δεν νιώθεις τίποτα.

Νιώθεις τα πάντα.


Π.Καλούση

29 views0 comments

Comments


bottom of page