Του Δημήτρη Κυριαζή
Κάθε άνθρωπος στη διάρκεια της ζωής του προσπαθεί να αλλάξει τον κόσμο, ή κάτι που τον ενοχλεί. Αυτό το καταφέρνει μέσα από διαμαρτυρίες, διαδηλώσεις και διάφορες δράσεις που αφορούν τον ίδιο ή γενικότερα τα ανθρώπινα δικαιώματα. Επίσης, καλείται να ψηφίσει ένα κόμμα θεωρώντας ότι με την επιλογή του αυτή θα κατορθώσει να αλλάξει ό,τι τον απασχολεί, φέρνοντάς τον στην εξουσία.
Τα κόμματα υπήρξαν ιδιαίτερα σημαντικά στην προσπάθεια συγκρότησης του Ελληνικού κράτους μετά την ανεξαρτησία του το 1830. Η γενικότερη πολιτική αστάθεια που επικρατούσε, προκαλούσε αστάθεια και στις πολιτικές ιδεολογίες της εποχής. Αυτό που χρειαζόταν πραγματικά το κράτος, ώστε να ορθοποδήσει πολιτικά, ήταν κάποιος ο οποίος μπορεί να ενσαρκώνει αυτές τις ιδέες και να εκφράζει τους πολίτες που τις υιοθετούν, με την ελπίδα ότι θα καταφέρει κάποτε να τις πραγματοποιήσει και να ικανοποιήσει τα αιτήματα των οπαδών. Έτσι λοιπόν, τα κόμματα συνέβαλαν θετικά σε αυτή την προσπάθεια πολιτικής εξέλιξης η οποία θα είχε συνέπειες και σε άλλους κλάδους π.χ. κοινωνικούς, οικονομικούς.
Σήμερα τα δεδομένα είναι λίγο διαφορετικά. Η Ελλάδα σαφώς έχει ανάγκη από ικανούς πολιτικούς αλλά όχι από ύπαρξη κομμάτων. Σε αντίθεση με την τότε εποχή, οι πολιτικές αντιλήψεις έχουν διαμορφωθεί με μεγαλύτερη σαφήνεια και δεν αποτελούν κάτι το γενικό και απροσδιόριστο. Ακόμη, ο νεοέλληνας πολίτης, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, είναι αρκετά πιο μορφωμένος από τον Έλληνα της Επανάστασης, που σημαίνει δεν υπάρχει ανάγκη να κατευθύνεται πολιτικά από την στιγμή που είναι σε θέση να σχηματίζει μόνος τις απόψεις του. Δεν έχει την ανάγκη να του εμφυσήσει κανείς πολιτικά ιδεώδη, καθώς διαθέτει όλα τα μέσα (ιντερνετ, βιβλία), ώστε να ενημερωθεί και να κατασταλάξει εντέλει σε τι ακριβώς θα πιστέψει. Άρα λοιπόν, δεν αποτελούν τα κόμματα το “σχολείο” που αποτελούσαν κάποτε, ώστε οι άνθρωποι να έχουν την αίσθηση της πολιτικής πραγματικότητας.
Όσον αφορά την πολιτική ελευθερία, μπορεί να ισχυριστεί κανείς πως τη βιώνουμε από την στιγμή που μπορούμε και ψηφίζουμε αντιπροσώπους στο ελληνικό κοινοβούλιο. Σαφώς και η ψήφος είναι αγαθό ελεύθερου ανθρώπου, όμως η πραγματική ελευθερία δεν έγκειται σε αυτή. Έγκειται στον διαρκώς ενεργό στα κοινά πολίτη, που ενημερώνεται συνεχώς, ψάχνει και διασταυρώνει πληροφορίες σχετικά με την καθημερινότητα, να μην πέφτει θύμα καμίας προπαγάνδας και παραπληροφόρησης. Έτσι, λοιπόν, διαπιστώνουμε ότι, ενώ υπάρχει πρόσβαση σε μέσα ορθής και αποτελεσματικής ενημέρωσης, συνεχίζουμε να πιστεύουμε πως είμαστε ελεύθεροι, κάτι που μας καθιστά τελικά ανελεύθερους, από τη στιγμή που δεν διακρίνουμε ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει.
Σε ό,τι αφορά τα κόμματα και τις παρατάξεις, είναι πολύ οπισθοδρομικό να δηλώνει κανείς μέλος και υποστηρικτής τους τον 21ο αιώνα. Ο πραγματικά ελεύθερος πολίτης αποφεύγει τους φανατισμούς και τις ακραίες θέσεις και δεν διαχωρίζει ανθρώπους βάζοντάς του ταμπέλες(δεξιός-αριστερός), με βάση τις πολιτικές προτιμήσεις του καθενός. Άρα εκτός από οπισθοδρομικός μπορεί να χαρακτηριστεί και στενόμυαλος από τη στιγμή που ο σκεπτικισμός και η κριτική ικανότητά του περιορίζονται από το πλαίσιο της κομματικής ιδεολογίας και του συντηρητισμού. Αρκεί να σκεφτεί κανείς πως τα μεγαλύτερα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας έγιναν από το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα του Χίτλερ, το φασιστικό του Μουσολίνι και από το κομμουνιστικό καθεστώς του Στάλιν, και πάντοτε στο όνομα της ελευθερίας. Άρα, λοιπόν, ο φανατισμένος πολίτης είναι και ο πιο εύκολα χειραγωγήσιμος. Αρκούν μερικές υποσχέσεις, ώστε κριτήριο για τη διάκριση του “καλού ανθρώπου” να αποτελούν οι πολιτικές απόψεις. Αρκούν μερικές άτοπες, ψευδείς και υποκριτικές δηλώσεις του τύπου “...για ένα καλύτερο αύριο …”ή ”εσύ είσαι το μέλλον” προκειμένου ένας άβγαλτος από την κοινωνία νέος να καταφύγει σε μία κομματική νεολαία, και να γίνει έτσι περισσότερο από ποτέ συστημικό μέλος της πολιτείας, έχοντας την ψεύτικη πεποίθηση του αγώνα και της αντίδρασης απέναντι στο κατεστημένο.
Ο κομματικά-παραταξιακά τοποθετημένος πολίτης διαφέρει από τον πολιτικά ευσυνείδητο. Ο πρώτος αδυνατεί να καθορίσει την πολιτική του ζωή, για αυτό και απευθύνεται σε τρίτους παράγοντες, όπως μια πολιτική ομάδα η οποία καταλήγει εντέλει να καθορίζει όλες τις επιλογές του με βάση τα υποκειμενικά κριτήρια του κόμματος, ενώ ο δεύτερος είναι κυρίαρχος του εαυτού του, αφού αποφεύγει τις κομματικές ακρότητες, τα δεδομένα διάκρισης και τους κομματικούς υποκειμενισμούς, εμποδίζοντας μια παράταξη να ασελγήσει στον χαρακτήρα και την προσωπικότητά του.
Τέλος, και στις δύο περιπτώσεις μπορούμε να διακρίνουμε τις αγνές προθέσεις για την κατασκευή ενός “όμορφου κόσμου”. Το πρόβλημα, όμως, έγκειται στο γεγονός ότι για την διάπλαση ενός ομορφότερου κόσμου πρέπει να αρχίσουμε να εμπιστευόμαστε ανθρώπους και όχι κινήματα, ομάδες, συνασπισμούς, παρατάξεις κ.α. Άλλωστε, αν πράγματι τη λύση στο ζήτημα την έδιναν όλα όσα προαναφέρθηκαν, δεν θα έπρεπε να βαδίζουμε προς το καλύτερο; Δεν θα έπρεπε να έχει αλλάξει κάτι έστω και λίγο; Μήπως τελικά, αφού διαπιστώνουμε ότι δεν υπάρχει αλλαγή, τα συμφέροντα που διακυβεύονται δεν είναι μόνο ανθρωπιστικά; Μήπως ο πραγματικά ελεύθερος άνθρωπος δεν εγκλωβίζεται μέσα σε μια ομάδα;
Πίνακας του Γιάννη Γαΐτη (1923-1984) με τα χαρακτηριστικά "Ανθρωπάκια".
Comments